- ποτοποιία
- ηβιομηχανία παραγωγής ποτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποτοποιία — η, Ν 1. η βιομηχανία ποτών 2. το σύνολο τής παραγωγής ποτών μιας Χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτό + ποιία (< ποιός < ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Καΐρη] … Dictionary of Greek
βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… … Dictionary of Greek
νερατζιά — Εσπεριδοειδές που μοιάζει με την πορτοκαλιά, αλλά έχει μικρότερες διαστάσεις· είναι πιο σκληραγωγημένο και πιο ανθεκτικό από αυτήν στα παράσιτα, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ως υποκείμενο για τα άλλα εσπεριδοειδή. Η επιστημονική ονομασία του… … Dictionary of Greek
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek
αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… … Dictionary of Greek
βανίλια — Έτσι ονομάζονται τα φυτά και οι καρποί διάφορων ειδών του γένους β., από τα οποία πιο γνωστό είναι η β. η επιπεδόφυλλη της οικογένειας των ορχεϊδών. Φυτά μονοκότυλα, ιθαγενή του Μεξικού και της Βραζιλίας, καλλιεργούνται σε πολύ τροπικές χώρες για … Dictionary of Greek
γλυκάνισο — ονοετής πόα, της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Η επιστημονική του ονομασία είναι πιμπινέλα το άνισο. Καλλιεργείται από την αρχαία εποχή για τα σπέρματά του, τα οποία μαζεύονται λίγο πριν ωριμάσουν τελείως, γιατί τότε πέφτουν και σκορπίζονται. Το… … Dictionary of Greek
ζιγγίβερι — το (AM ζινγίβερις εως, ὁ, ἡ Μ και ζιγγίβερι και ζιτζίβερι και ζίγγιβερ, τὸ) κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού του ομώνυμου γένους, καθώς και τού ριζώματός του, που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ώς σήμερα στην μαγειρική, την ποτοποιία και… … Dictionary of Greek
ζιγγιβερέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τη ρίζα τού φυτού ζιγγίβερι και χρησιμοποιείται στην ποτοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζιγγίβερι + έλαιο] … Dictionary of Greek
κορίανδρο — το (ΑM κορίανδρον) βοτ. 1. γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σκιαδοφόρα, με στίλβοντα φλοιό και λευκά άνθη, που καλλιεργούνται για τον καρπό τους, ο οποίος χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική και την αλλαντοποιία, το δε… … Dictionary of Greek